απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
καμόρα — (Camorra). Μυστική οργάνωση με μεγάλη δύναμη, που άρχισε να δραστηριοποιείται στη νότια Ιταλία το 1820. Η πρώτη εμφάνιση της οργάνωσης αναφέρεται στην Ισπανία, στη γλώσσα της οποίας σημαίνει φιλονικία. Η Κ. αρχικά επικέντρωσε τις ενέργειές της… … Dictionary of Greek
φυγόποινος — η, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία τού έχει επιβληθεί από δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] … Dictionary of Greek
Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε … Dictionary of Greek
Λόουελ, Ρόμπερτ — (Robert Traill Spence Lowell, Jr., Βοστόνη 1917 – 1977). Ποιητής και μεταφραστής. Γόνος οικογένειας με λογοτεχνική παράδοση (μακρινός θείος του ήταν ο Τζέιμς Ράσελ, βλ. λ.), σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια ποίηση και… … Dictionary of Greek
Λούβαρης, Νικόλαος — (Αρνάδος Τήνου 1887 – Αθήνα 1961). Συγγραφέας, εκπαιδευτικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καθηγητής της παιδαγωγικής στο Αρσάκειο και διευθυντής σε γυμνάσιο αρρένων της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1925 κατέλαβε την… … Dictionary of Greek
Προυντόν, Πιερ Ζοζέφ — (Proudhon, Μπεζανσόν 1809 – Παρίσι 1865). Γάλλος πολιτικός και οικονομολόγος. Αφού πέρασε δύσκολη νεανική ζωή, εργαζόμενος ως τυπογράφος και συγχρόνως σπουδάζοντας, ο Π. έγινε γνωστότατος το 1840 με τη μελέτη του Tι είναι η ιδιοκτησία; (Qu’est ce … Dictionary of Greek